γῆ θηρίοις μᾶλλον ἢ ἀνθρώποις σύμμετρος → region more fitting to beasts than men
ἀνέρπω (Α)1. ανεβαίνω έρποντας, σκαρφαλώνω2. ξεπηδώ, αναβλύζω.