ἄνεμος καὶ ὄλεθρος ἄνθρωπος → ruinous and unstable man, a man unstable as the wind
ἀναβάδην επίρρ. (Α) ἀναβαίνω1. ανεβαίνοντας σε ύψος, ψηλά2. (για θηλυπρεπή στάση) ανακούρκουδα, ανάσκελα και με τα πόδια σηκωμένα ψηλά.