αναβαπτισμός
From LSJ
Ψευδόμενος οὐδεὶς λανθάνει πολὺν χρόνον → Diu latere non queunt mendacia → Kein Lügner bleibt auf lange Zeit hin unentdeckt
Greek Monolingual
ο (Α ἀναβαπτισμὸς) ἀναβαπτίζω
το εκ νέου βάπτισμα, ξαναβάφτισμα
νεοελλ.
1. το δεύτερο βάφτισμα αυτών που προσχωρούν στην αίρεση τών Αναβαπτιστών
2. ψυχική ή πνευματική ανακάθαρση.