ἀναβαπτίζω

From LSJ

Ὑπερηφανία μέγιστον ἀνθρώποις κακόν → Malorum maximum hominibus superbia → Das größte Übel ist für Menschen Übermut

Menander, Monostichoi, 515
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀναβαπτίζω Medium diacritics: ἀναβαπτίζω Low diacritics: αναβαπτίζω Capitals: ΑΝΑΒΑΠΤΙΖΩ
Transliteration A: anabaptízō Transliteration B: anabaptizō Transliteration C: anavaptizo Beta Code: a)nabapti/zw

English (LSJ)

sink, ναῦς cj. in Plu.Marc.15.

Spanish (DGE)

1 meter en el agua, hundir τὰς δὲ (ναῦς) ... ὀρθὰς ἐπὶ πρύμναν ἀνεβάπτιζον Plu.Marc.15.
2 bautizar de nuevo cuando un bautismo anterior no es válido, rebautizar en v. pas. μόνον γὰρ οἱ αἱρετικοὶ ἀναβαπτίζονται Cyr.H.Procatech.7, cf. Epiph.Const.Exp.Fid.13.

German (Pape)

[Seite 180] wiederholt untertauchen, Plut. Pomp. 11 Marcell. 15.

French (Bailly abrégé)

plonger de nouveau.
Étymologie: ἀνά, βαπτίζω.

Russian (Dvoretsky)

ἀναβαπτίζω: вновь или многократно погружать Plut.

Greek (Liddell-Scott)

ἀναβαπτίζω: -ίσω, -ιῶ, βυθίζω ἐπανειλημμένως, Πλουτ. Πομπ. 11. ΙΙ. ἐκ νέου βαπτίζω, Διονυσ. παρ’ Εὐσέβ. Ἱ. Ἐκλ. 7. 5, 4: «ἡ ἀνὰ πρόθεσις δευτέρωμά τι δηλοῖ, ὡς ἐν τῷ ἀναβαπτίζειν φαίνεται» Εὐστ. Ἰλ. σ. 80: ― ἀναβάπτισις, εως, ἡ, καὶ ἀναβάπτισμα, τό, τὸ ἀναβαπτίζειν, δεύτερον βάπτισμα παρὰ Σουϊκερ (Suicer) καὶ Δουκαγγ.

Greek Monolingual

ἀναβαπτίζω)
βαπτίζω εκ νέου, ξαναβαφτίζω
νεοελλ.
ανακαινίζω, ανακαθαίρω με νέο βάπτισμα
αρχ.
βυθίζω.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + βαπτίζω.
ΠΑΡ. αναβαπτισμός μσν.-νεοελλ. αναβάπτισις (-η), αναβάπτισμα νεοελλ. αναβαπτιστής].

Greek Monotonic

ἀναβαπτίζω: μέλ. -σω, βυθίζω επανειλημμένα, σε Πλούτ.

Middle Liddell

to dip repeatedly, Plut.