αναβολισμός
From LSJ
μαλθακωτέρα πέπονος σικύου → softer than a ripe melon
Greek Monolingual
ο βιοχ.
η μία από τις δύο φάσεις του μεταβολισμού - η άλλη είναι ο καταβολισμός. Στον γενικό αυτόν όρο περιλαμβάνονται η ακολουθία τών καταλυόμενων από ένζυμα αντιδράσεων, με τις οποίες πραγματοποιείται στα κύτταρα η σύνθεση πολύπλοκων μορίων από σχετικά απλά δομικά υλικά. Οι αναβολικές διαδικασίες, που συνίστανται στη σύνθεση βιολογικών μορίων, όπως οι υδατάνθρακες, οι πρωτεΐνες και τα λιπίδια, απαιτούν ενέργεια η οποία παρέχεται από ενεργειακά αναβαθμισμένες ουσίες (π.χ. τριφωσφορική αδενοσίνη-ΑΤΡ ή αδενοσινοτριφωσφορικό οξύ).
[ΕΤΥΜΟΛ. Μεταφορά στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. αγγλ. anabolism < ana- (πρβλ. ανα-) + metabolism (πρβλ. μεταβολισμός)].