ανάβρα

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source

Greek Monolingual

η
1. ανάβλυσμα νερού, πηγή νερού που αναβλύζει
2. (για την ψυχή) ανάβλυση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναβρύω (υποχωρητικός σχηματισμός)].