αναγκαιώ

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

(-όω) αναγκαίος
1. είμαι αναγκαίος, απαραίτητος, χρειάζομαι
2. (το ουδ. πληθ. της μτχ. ενεστ. ως ουσ.) τα αναγκαιούντα τα απολύτως αναγκαία για τη ζωή, τα χρειώδη.