αναθάλπω

From LSJ

Ἔλπιζε δ' αὐτὸν πάλιν εἶναι σοῦ φίλον → Igitur rediturum spera ad amicitiam tuam → So hege Hoffnung, dass dein Freund er wieder ist

Menander, Monostichoi, 406

Greek Monolingual

ἀναθάλπω)
θερμαίνω εκ νέου, ξαναζεσταίνω
αρχ.
περιποιούμαι, βοηθώ κάποιον να ανακτήσει τις δυνάμεις του.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + θάλπω.
ΠΑΡ. μσν.-νεοελλ. ανάθαλψη (-ις)].