αναισθησιτικός

From LSJ

μὴ ἐν πολλοῖς ὀλίγα λέγε, ἀλλ΄ ἐν ὀλίγοις πολλά → don't say little in many words, but much in a few words (Stobaeus quoting Pythagoras)

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
(φάρμακο) που προκαλεί αναισθησία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναισθησία + (ι)τικός
ορθότερος ο επικρατήσας τύπος αναισθητικός (< αναίσθητος ή αναισθητώ)].