ανακατωτός
From LSJ
τὸ γὰρ εὖ πράττειν παρὰ τὴν ἀξίαν ἀφορμὴ τοῦ κακῶς φρονεῖν τοῖς ἀνοήτοις γίγνεται → undeserved success engenders folly in unbalanced minds
Greek Monolingual
-ή, -ό ανακατώνω
1. αυτός που ανακατώθηκε, ανακατωμένος, αναμεμιγμένος, ανάκατος
2. επίρρ. «απ' έξω κι ανακατωτά», δίχως ελλείψεις, πολύ καλά (αναφέρεται στην εκμάθηση ή την απομνημόνευση).