ανακροτώ

From LSJ

Καλῶς ἀκούειν μᾶλλον ἢ πλουτεῖν θέλε → Opulentiae antepone rumorem bonum → Erstrebe anstatt Reichtum lieber guten Ruf

Menander, Monostichoi, 285

Greek Monolingual

ἀνακροτῶ (-έω) (Α)
σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κροτῶ].