ανακροτώ

From LSJ

ψυχῆς ἀγαθῆς πατρὶς ὁ ξύμπας κόσμος → the whole universe is the fatherland of a good soul

Source

Greek Monolingual

ἀνακροτῶ (-έω) (Α)
σηκώνω τα χέρια και χτυπώ τις παλάμες, χειροκροτώ, επευφημώ ζωηρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + κροτῶ].