αναλυτής

From LSJ

αἵματος κρατῆρα πολιτικοῦ στῆσαιserve up a big bowl of citizen blood

Source

Greek Monolingual

ο (θηλ. -τρια και -τρα)
1. αυτός που αναλύει, που κάνει ή προκαλεί ανάλυση
2. (ειδικά) αυτός που αναλύει ένα πρόβλημα
3. αυτός που βγάζει την κλωστή από το κουκούλι του μεταξοσκώληκα
4. (Βιολ.) νευρικό κέντρο, ειδικά διαφοροποιημένο, στο οποίο επιτελείται η ανάλυση τών εξωτερικών ή εσωτερικών πληροφοριών (ερεθισμάτων), όπου δημιουργούνται η αντίληψη και η αίσθηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω. Η λ. μαρτυρείται από το 1885 στον καθηγητή της Φαρμακευτικής και Χημείας Αναστάσιο Δαμβέργη].