αναλυτός

From LSJ

ἐν εἴδει παροιμίας τίθεσθαι → to consider as an example

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
1. αυτός που μπορεί εύκολα να λυθεί γιατί είναι χαλαρά δεμένος
2. ο άπλεκτος
3. ο αραιά υφασμένος
4. ο λειωμένος, ο διαλυμένος
5. ο νερουλός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναλύω.
ΠΑΡ. αναλυτάδα, ανάλυτος. Η λ. μαρτυρείται στον διδάσκαλο του γένους Ευγένιο Βούλγαρι (1716-1806)].