αναμελώ

From LSJ

ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly

Source

Greek Monolingual

(-άω) (Μ ἀναμελῶ) ἀνάμελος
δεν φροντίζω για κάτι, αδιαφορώ, παραμελώ.