ἐν δὲ κοινὸς ἀρσένων ἴτω κλαγγά → and let the shouts of males rise jointly
(-άω) (Μ ἀναμελῶ) ἀνάμελοςδεν φροντίζω για κάτι, αδιαφορώ, παραμελώ.