αναμορφωτήριος

From LSJ

Φίλων τρόπους γίνωσκε, μὴ μίσει δ' ὅλως → Mores amici noveris, non oderis → Erkenne, hasse nicht schlechthin der Freunde Art

Menander, Monostichoi, 535

Greek Monolingual

-ια, -ιο
1. αυτός που συντελεί στην αναμόρφωση, ο αναμορφωτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το αναμορφωτήριο
ίδρυμα για ειδική εκπαίδευση και σωφρονισμό ανηλίκων που έχουν παρεκτραπεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αναμορφώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1884 στον γιατρό Σπ. Μαυρογένη).