αναμορφώνω

From LSJ

Πρὸς υἱὸν ὀργὴν οὐκ ἔχει χρηστὸς πατήρ → Boni parentis ira nulla in filium → Ein guter Vater zürnt nicht gegen seinen Sohn

Menander, Monostichoi, 451

Greek Monolingual

(Α ἀναμορφῶ, -όω)
σχηματίζω εκ νέου, δίνω νέα μορφή σε κάτι τροποποιώντας μερικά ή όλα τα σημεία του, ανασχηματίζω, μεταμορφώνω, ανακαινίζω
(Εκκλ.) αναζωογονώ ηθικά ή πνευματικά, αναγεννώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα- + μορφῶ, μορφώνω.
ΠΑΡ. αναμόρφωση (-ις), αναμορφωτής
νεοελλ.
αναμορφωτήριος, αναμορφωτικός].