ανανταπόδοτος

From LSJ

φλαύραν δ' οὐ σπάνις γυναῖκ' ἔχειν → it is not difficult to have a bad wife

Source

Greek Monolingual

-η, -ο (Μ ἀνανταπόδοτος, -ον) ἀνταποδίδω
το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν)
σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού
νεοελλ.
αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος.