ανανταπόδοτος
From LSJ
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἀνανταπόδοτος, -ον) ἀνταποδίδω
το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν)
σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού
νεοελλ.
αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος.