αγύριστος
From LSJ
Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'
Greek Monolingual
-η, -ο
1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τον γυρίσει, να τον περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος
2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε
3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος
4. αυτός που δεν στράφηκε, δεν μεταστράφηκε
5. αυτός που δεν δόθηκε πίσω, δεν εξοφλήθηκε, ο αναπόδοτος
6. το αρσ. ως ουσ. ο αγύριστος
τόπος από όπου δεν επιστρέφει κανείς
7. φρ. «αγύριστο κεφάλι», ισχυρογνώμων, πεισματάρης, «αγύριστο ταξίδι», θάνατος.
[ΕΤΥΜΟΛΟΓΙΑ < γυρίζω.
ΠΑΡ. αγυριστιά].