αναξιοπαθής

From LSJ

ἡμέραν δ' ἐξ ἡμέρας ῥίπτεις κυβεύων τὸν πρὸς Ἀργείους Ἀρη → day after day you cast your dice in war against the Argives, day by day you make your throw adventuring war against the Argives

Source

Greek Monolingual

-ές
αυτός που δεινοπαθεί άδικα, χωρίς να φταίει.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανάξιος + -παθής < αορ. ἔπαθον του πάσχω (πρβλ. ευπαθής, ομοιοπαθής, πολυπαθής κ.ά.)].