ευπαθής

From LSJ

ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)

Source

Greek Monolingual

-ές (ΑΜ εὐπαθής, -ές)
(για πρόσωπα)
1. αυτός που νοσεί εύκολα, αυτός που έχει λεπτή, τρυφερή σωματική κατασκευή
2. αυτός που υφίσταται εύκολα τις εξωτερικές επιδράσεις, που πάσχει ή ερεθίζεται εύκολα, ο ευερέθιστος
νεοελλ.
(για φυσικά όργανα ή συσκευές) αυτός που σημειώνει και τις ελάχιστες εξωτερικές αλλοιώσεις και επιδράσεις, ο ευαίσθητος
αρχ.
1. ευχάριστος, τερπνός
2. (με ηθική έννοια) ευσυγκίνητος στα ψυχικά πάθη, ευαίσθητος.
επίρρ...
ευπαθώς (Α εὐπαθῶς)
νεοελλ.
με ευπαθή τρόπο
αρχ.
με ηδονή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ + -παθής (< πάθος), πρβλ. απαθής, πολυπαθής].