αναπεπταμένος
From LSJ
Ἡδύ γε δικαίους ἄνδρας εὐτυχεῖν ὁρᾶν → Gerechte Menschen glücklich sehen, das erfreut → Zu sehn, dass der Gerechte glücklich ist, erfreut
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἀναπεπταμένος, -η, -ον) ἀναπετάννυμι
(κυρίως για επιφάνεια εδάφους, θάλασσας κ.λπ.) αυτός που δεν περιορίζεται από τίποτε, ανοικτός, απλωμένος, διάπλατος, απεριόριστος
νεοελλ.
1. για μέρη που είναι εκτεθειμένα στους ανέμους, που δεν προφυλάσσονται από τους ανέμους ή τα κύματα της θάλασσας
2. για πράγματα που μπορούν να εκταθούν, να ξεδιπλωθούν
αρχ.
1. απροκάλυπτος, αναιδής, αδιάντροπος
2. επίρρ. ἀναπεπταμένως απροκάλυπτα, φανερά, με σαφήνεια.