ανασταδόν

From LSJ

Πόλις γὰρ οὐκ ἔσθ' ἥτις ἀνδρός ἐσθ' ἑνός → The state which belongs to one man is no state at all

Sophocles, Antigone, 737

Greek Monolingual

ἀνασταδὸν (Α) ανίστημι
το να στέκεται κανείς όρθια, όρθιος.