γαμικὸς μοῦνος ἐνὶ φθιμένοις → in a nubile age unique among the dead
ἀναστρωφῶ (-άω) (Α) αναστρέφω1. ενεργ. στρέφω προς όλες τις κατευθύνσεις2) μέσ. α) περιπλανώμαι, περιφέρομαιβ) ζω, διάγω.