ανατεί

From LSJ

διὰ λαμπροτάτου βαίνοντες ἁβρῶς αἰθέρος → passing lightly through clear-shining air (Euripides, Medea 829)

Source

Greek Monolingual

ἀνατεὶ και ἀνατὶ επίρρ. (Α) άνατος
επίρρ. χωρίς βλάβη, ατιμωρητί.