ἐλπίδες ἐν ζωοῖσιν, ἀνέλπιστοι δὲ θανόντες → hope is for the living, while the dead despair
ἀναχάζω (Α) χάζω1. κάνω κάποιον να υποχωρήσει2. μέσ. υποχωρώ, οπισθοχωρώ.