ανδροληψία
From LSJ
Ἔστιν Δίκης ὀφθαλμός, ὃς τὰ πάνθ' ὁρᾷ → Die Dike hat ein Auge, das nichts übersieht → Das Recht besitzt ein Auge, welches alles sieht
ἀνδροληψία, η (και -λήψιον) (Α)
σύλληψη ανδρών στη θέση φονιά που δεν πιάστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + λήψις λαμβάνω.