ἀνδροληψία
Μέμνησο νέος ὤν, ὡς γέρων ἔσῃ ποτέ → Iuvenis memento te fore aliquando senem → Bedenke jung schon, dass dereinst ein Greis du bist
English (LSJ)
ἡ, seizure of foreigners in reprisal for the murder of a citizen abroad, Lex ap.D.23.82, 51.13, Ath.Mitt.32.245 (Pergam.).
Spanish (DGE)
-ας, ἡ
• Grafía: graf. ἀνδρολημψία Hsch.
captura de rehenes en Atenas cuando un ateniense moría asesinado por un extranjero, D.23.82, 51.13, cf. Ath.Mitt.32.245 (Pérgamo).
German (Pape)
[Seite 218] ἡ, Menschenraub, bei Dem. 51, 13 neben σῦλαι (etwa Matrosenpressen?). Im att. Recht: das Wegfangen freier Bürger aus einem Staate, der den Mörder eines Atheners nicht ausliefern wollte; das Gesetz darüber steht Dem. 23, 82.
French (Bailly abrégé)
ας (ἡ) :
arrestation d'otages ; (partic.) à Athènes, en cas de meurtre d'un Athénien par des étrangers, droit d'arrêter par représailles trois compatriotes des coupables.
Étymologie: ἀνήρ, λαμβάνω.
Russian (Dvoretsky)
ἀνδροληψία: ἡ захват людей (согласно афинскому закону, разрешавшему арест до трех граждан того государства, которое отказывалось выдать убийцу афинского гражданина) Dem.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνδροληψία: ἡ, ἡ κατάληψις, ἡ σύλληψις ἀνδρῶν ἐνόχων φόνου πολίτου ἐν τῇ ξένῃ· ἐν τοιαύτῃ περιπτώσει ὁ Ἀθηναϊκὸς νόμος ἀπῄτει τὴν σύλληψιν τριῶν ἀνδρῶν τῆς ἐνόχου καὶ μὴ παραδούσης τὸν φονέα πόλεως, Νόμ. παρὰ Δημ. 647. 24 κἑξ., 1232. 4· ὡσαύτως ἀνδρολήψιον, τό, ὁ αὐτ. 648. 11., 692. 22. ― «ἀνδρολήψιον καὶ ἀνδροληψία: ἀνδρολήψιόν ἐστι τὸ φόνου πραχθέντος ἔν τινι πόλει, καὶ τοῦ φονέως μὴ ἐκδιδομένου ὑπὸ τῶν πολιτῶν, τρεῖς ἀντ’ αὐτοῦ τῶν ἐκείνου πολιτῶν ἄγειν εἰς δικαστήριον, δίκην ὑφέξοντας τοῦ φόνου καὶ τοῦτο ἀνδρολήψιον καλεῖται». ― Παρ’ Ἀππ. Ἐμφυλ. πολ. 4. 6, ἔχει γενικὴν σημασίαν ἡ λέξις σημαίνουσα κατάληψιν ἢ σύλληψιν.
Greek Monolingual
ἀνδροληψία, η (και -λήψιον) (Α)
σύλληψη ανδρών στη θέση φονιά που δεν πιάστηκε.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ανήρ, ανδρός + λήψις λαμβάνω.
Greek Monotonic
ἀνδροληψία: ἡ και -λήψιον, τό (ἀνήρ, λαμβάνω), σύλληψη ανδρών ενόχων για δολοφονία πολίτη έξω από τη χώρα, σε Λεξ. παρά Δημ.
Middle Liddell
ἀνήρ, λαμβάνω
seizure of men guilty of murdering a citizen abroad, Lex. ap. Dem.