ανεφάρμοστος

From LSJ

λόγῳ ἀναλίσκω τὸν χρόνον τῆς ἡμέρας → waste the day in idle talk, consume the duration of the day with talk

Source

Greek Monolingual

-η, -ο
αυτός που δεν έχει εφαρμοστεί ή δεν είναι δυνατόν να εφαρμοστεί.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εφαρμόζω. Η. λ. μαρτυρείται στον ποιητή Π. Σούτσο].