ανθερεών

From LSJ

Σοφία δὲ πλούτου κτῆμα τιμιώτερον → Pretiosior res opipus est sapientia → Die Weisheit ist mehr wert als Säcke voller Geld

Menander, Monostichoi, 482

Greek Monolingual

ἀνθερεών, ο (Α)
1. ο λαιμός
2. το πηγούνι
3. ο φάρυγγας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. από θ. ανθερ- < αθήρ «η άκρη του σταχιού»].