ἀνδρὸς σπλάγχνον ἐκμαθεῖν → learn a man's heart, learn a man's inward nature
-ή, -ό (Α ἀνθικός, -ή, -όν)νεοελλ.αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στα άνθηαρχ.εκείνος που ανθοφορεί, που βγάζει λουλούδια.