ανθρακίας

From LSJ

χρόνῳ μὲν ἀγρεῖ Πριάμου πόλιν ἅδε κέλευθος → in time this expedition will capture the city of Priam

Source

Greek Monolingual

ἀνθρακίας, ο (AM)
μαύρος σαν κάρβουνο, μουτζουρωμένος
μσν.
1. πολύτιμος λίθος, πρβλ. άνθρακας, ανθρακίτης
2. ως επίθ. αναμμένος σαν κάρβουνο.