ανθρακουργία

From LSJ

ὕπνος δεινὸν ἀνθρώποις κακόνsleep is a terrible evil for humans (Menander, Sententiae monostichoi 1.523)

Source

Greek Monolingual

η (Μ ἀνθρακουργία)
νεοελλ.
παραγωγή ξυλανθράκων σε καμίνι
μσν.
«ἔρωτος ἀνθρακουργία» — η φωτιά του έρωτα που κατακαίει τον ερωτευμένο.