ανθρωπογναφείον

From LSJ

Ἐκ τῶν πόνων τοι τἀγάθ' αὔξεται βροτοῖς → Crescunt labore cuncta bona mortalibus → Das Gute wächst den Sterblichen aus ihrem Müh'n

Menander, Monostichoi, 149

Greek Monolingual

ἀνθρωπογναφεῖον, το (Α)
τόπος για το καθάρισμα ανθρώπων, κωμική ονομασία αντί του βαλανείον βλ. λ.