ανθρωπογναφείον
Ὦ τύμβος, ὦ νυμφεῖον, ὦ κατασκαφής οἴκησις αἰείφρουρος, οἷ πορεύομαι πρὸς τοὺς ἐμαυτῆς -> Tomb, bridal chamber, eternal prison in the caverned rock, whither I go to find mine own.
Sophocles, Antigone, 883Greek Monolingual
ἀνθρωπογναφεῑον, το (Α)
τόπος για το καθάρισμα ανθρώπων, κωμική ονομασία αντί του βαλανείον βλ. λ.
- Αναζήτηση σε: Google | Τριανταφυλλίδη | Βικιπαίδεια | Βικιλεξικό | slang.gr | Κάτο