ανθρωπονομικός
From LSJ
Ἔργων πονηρῶν χεῖρ' ἐλευθέραν ἔχε → Mali facinoris liberam serva manum → Von schlechten Taten halte deine Hände frei
Greek Monolingual
ἀνθρωπονομικός, -ή, -όν (το θηλ. και το ουδ. του επιθέτου απαντά στον Πλάτωνα) (Α)
ανθρωπονομική (τέχνη)
η τέχνη, η ικανότητα να ποιμαίνει, να διατρέφει και να κυβερνά κανείς τους ανθρώπους
«τῆς ἀνθρωπονομικῆς δηλωθείσης τέχνης», «μέρος ἀνθρωπονομικῆς», «τὸ δ' ἀπὸ τούτου τμῆμα, ἐπὶ ποίμνη δίποδι μέρος ἀνθρωπονομικὸν ἔτι λειφθὲν μόνον».