ανθρωποφυής

From LSJ

Τὸ γὰρ θανεῖν οὐκ αἰσχρόν, ἀλλ' αἰσχρῶς θανεῖν → Mors ipsa non est foeda, sed foede mori → Das Sterben bringt nicht Schmach, doch sterben in der Schmach

Menander, Monostichoi, 504

Greek Monolingual

ἀνθρωποφυής (-ές) (Α)
αυτός που έχει ανθρώπινη φύση, που έχει γεννηθεί από ανθρώπους.