ἀνθρωποφυής

From LSJ

ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαroot of all the evils is the love of money, for every possible kind of evil can be motivated by the love of money

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀνθρωποφῠής Medium diacritics: ἀνθρωποφυής Low diacritics: ανθρωποφυής Capitals: ΑΝΘΡΩΠΟΦΥΗΣ
Transliteration A: anthrōpophyḗs Transliteration B: anthrōpophyēs Transliteration C: anthropofyis Beta Code: a)nqrwpofuh/s

English (LSJ)

ἀνθρωποφυές, of man's nature, οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεούς Hdt.1.131; Κένταυροι D.S.4.69.

Spanish (DGE)

-ές
que es como los hombres, antropomorfo θεοί Hdt.1.131, κένταυροι D.S.4.69.

German (Pape)

[Seite 235] ές, von menschlicher Natur, menschenähnlich, Her. 1, 131.

French (Bailly abrégé)

ής, ές :
qui a une nature d'homme.
Étymologie: ἄνθρωπος, φύω.

Russian (Dvoretsky)

ἀνθρωποφυής: имеющий человеческую природу (θεοί Her.; Κένταυροι Diod.).

Greek (Liddell-Scott)

ἀνθρωποφῠής: -ές, (φυή) ὁ ἀνθρωπίνην ἔχων φύσιν· οὐκ ἀνθρωποφυέας ἐνόμισαν τοὺς θεοὺς Ἡρόδ,. 1. 131· Κένταυροι Διόδ. 4. 69: - παρὰ Διονυσ. Ἀρεοπαγ. (Μυσ. Θεολογ. 3, σ. 735) καὶ ἀνθρωποφυϊκός, ή, όν.

Greek Monolingual

ἀνθρωποφυής (-ές) (Α)
αυτός που έχει ανθρώπινη φύση, που έχει γεννηθεί από ανθρώπους.

Greek Monotonic

ἀνθρωποφῠής: -ές (φυή), αυτός που ανήκει στην ανθρώπινη φύση, σε Ηρόδ.

Middle Liddell

[φυή]
of man's nature, Hdt.