Ζῆν οὐκ ἄξιος, ὅτῳ μηδὲ εἷς ἐστι χρηστὸς φίλος → Life is not worth living if you do not have at least one friend.
ἀνούτατος και ἀνούτητος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν πληγώθηκε από χτύπημα ξίφους
2. ο άτρωτος
3. (για αγώνες) αυτός στον οποίο δεν επιτρέπονται χτυπήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ουτάω «χτυπώ με όπλο»].