αντάμα

From LSJ

Ἀμήχανον δὲ παντὸς ἀνδρὸς ἐκμαθεῖν ψυχήν τε καὶ φρόνημα καὶ γνώμην πρὶν ἂν ἀρχαῖς τε καὶ νόμοισιν ἐντριβὴς φανῇ → It is impossible to know the spirit, thought, and mind of any man before he be versed in sovereignty and the laws

Sophocles, Antigone, 175-7

Greek Monolingual

(Μ ἀντάμα) επίρρ.
μαζί, παρέα, από κοινού.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. αντάμα, εντάμα, που προέκυψε από τη μτγν. φρ. «ἐν τῷ ἅμα» με αποβολή του ω προ του ισχυρότερου α και αφομοίωση του αρχικού ε. Πρβλ. αντάμι, εντάμι, αντάμε, ανταμώς, ενταμώς, αντάμως, ανταμού, ενταμού.
ΠΑΡ. νεοελλ. ανταμικός, ανταμώνω].