αντίθυρος

From LSJ

Θεοὶ μὲν γὰρ μελλόντων, ἄνθρωποι δὲ γιγνομένων, σοφοὶ δὲ προσιόντων αἰσθάνονται → Because gods perceive future things, men what is happening now, but wise men perceive approaching things

Philostratus, Life of Apollonius of Tyana, VIII, 7

Greek Monolingual

ἀντίθυρος, -ον (Α)
1. εκείνος που βρίσκεται απέναντι στην πόρτα
2. το ουδ. ως ουσ. το ἀντίθυρον
προθάλαμος, πρόδομος
3. η πλευρά του δωματίου απέναντι στη θύρα.