ανταπόδομα
From LSJ
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
Greek Monolingual
το (AM ἀνταπόδομα)
αυτό που ανταποδίδεται ως ανταμοιβή ή ως τιμωρία.
παρθενικὴν δὲ γαμεῖν, ἵνα ἤθεα κεδνὰ διδάξῃς → take thee a maiden to wife, and teach her ways of discretion
το (AM ἀνταπόδομα)
αυτό που ανταποδίδεται ως ανταμοιβή ή ως τιμωρία.