αντεισφέρω

From LSJ

Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein

Menander, Monostichoi, 494

Greek Monolingual

ἀντεισφέρω (Α)
1. κάνω εισφορά αντί άλλης που δαπανήθηκε
2. εισάγω κάτι νέο σε αντικατάσταση άλλου παλαιού.