αντεισφέρω
From LSJ
Τῆς ἐπιμελείας πάντα δοῦλα γίγνεται → Sunt cuncta ubique famula diligentiae → In der Sorgfalt Sklavendienst tritt alles ein
Greek Monolingual
ἀντεισφέρω (Α)
1. κάνω εισφορά αντί άλλης που δαπανήθηκε
2. εισάγω κάτι νέο σε αντικατάσταση άλλου παλαιού.