αντιγνωμία

From LSJ

ἰσότης φιλότητα ἀπεργάζεται → equality leads to friendship

Source

Greek Monolingual

η
αντίθεση γνωμών, αντιλογία.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντι- + γνώμη. Η λ. μαρτυρείται στον Ευγ. Βούλγαρι].