αντιγόνο

From LSJ

ὃ γὰρ βούλεται, τοῦθ' ἕκαστος καὶ οἴεται → what he wishes to be true, each person also believes to be true | what he wishes, each person also believes

Source

Greek Monolingual

το
βιολ. ξένη ουσία που, εισερχόμενη στον οργανισμό, προκαλεί τον σχηματισμό αντισωμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντί- + -γόνος (< γίγνομαι). Αντιδάνειο, πρβλ. γαλλ. antigene].