Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

αντικρινός

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

-ή, -ό
εκείνος που βρίσκεται αντίκρυ, απέναντι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντίκρυ. Η γραφή αντικρινός, με -ι-, αντί -υ- (αντικρυνός, πρβλ. και αντικρύζω) οφείλεται σε ορθογραφική εξομοίωση της λ. προς το πλήθος των επιθέτων σε -ινός (πρβλ. και βραδινός αντί βραδυνός < βράδυ)].