ἀντιληπτός
From LSJ
ἐὰν ᾖς φιλομαθής, ἔσει πολυμαθής → if you are studious, you will become learned
English (LSJ)
ἀντιληπτή, ἀντιληπτόν, which can be apprehended, τῇ ἁφῇ Alex.Aphr.in Mete.201.4; τῇ ὄψει Phlp. in Ph. 417.16; τὰ ἀντιληπτά = objects of sense-perception, Plot.4.5.8.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 perceptible c. dat. τῇ ἀφῇ Alex.Aphr.in Mete.201.4, τῇ ὄψει Phlp.in Ph.417.16.
2 subst. τὰ ἀντιληπτά = los objetos sensibles Plot.4.5.8.
Greek Monolingual
-ή, -ό (AM ἀντιληπτός, -ή, -ό)
νεοελλ.
1. αυτός που υποπίπτει στην αντίληψη, ο κατανοητός
2. αυτός που τον αντιλαμβάνονται με τις αισθήσεις
αρχ.
τά ἀντιληπτά
τα αισθητά.