αντιπαροχή

From LSJ

Ὁ σοφὸς ἐν αὑτῷ περιφέρει τὴν οὐσίαν → Qui sapit, is in se cuncta circumfert sua → Der Weise trägt, was er besitzt, in sich herum

Menander, Monostichoi, 404

Greek Monolingual

η
1. η ανταπόδοση παροχής, η αμοιβαία παροχή
2. «σύμβαση ανοικοδόμησης επί αντιπαροχή» — η σύμβαση που συνάπτεται ανάμεσα σε ιδιοκτήτη ακινήτου και εργολήπτη οικοδομικών εργασιών. Με αυτήν ο δεύτερος αναλαμβάνει την οικοδόμηση στη θέση του ακινήτου πολυώροφου οικοδομήματος, μέρος του οποίου παραμένει ως αντιπαροχή στον ιδιοκτήτη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αντιπαρέχω. Η λ. μαρτυρείται από το 1836 στον Αναστάσιο Πολυζωίδη].