αντιπλέκω

From LSJ

τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known

Source

Greek Monolingual

(AM ἀντιπλέκω)
νεοελλ.
ξεπλέκω
μσν.
κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιου
αρχ.
πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους).