τοῖσι ἐμφανέσι τὰ μὴ γινωσκόμενα τεκμαιρόμενος → judge of the unknown by the known
(AM ἀντιπλέκω)νεοελλ.ξεπλέκωμσν.κάνω δολοπλοκίες εναντίον κάποιουαρχ.πλέκω σταυρωτά (για ταινίες και επιδέσμους).