αντιπροκαλώ

From LSJ

Ὁ μὴ γαμῶν ἄνθρωπος οὐκ ἔχει κακά → Multis malis caret ille, qui uxorem haud habet → Der Mann, der ledig bleibt, kennt keinen Leidensdruck

Menander, Monostichoi, 437

Greek Monolingual

(Α ἀντιπροκαλοῦμαι, -έομαι)
προκαλώ κι εγώ, απαντώ στην πρόκληση
αρχ.
κάνω κι εγώ πρόκληση στον διάδικο για να προσκομιστούν νέα αποδεικτικά στοιχεία.