αντιπροσωπεία

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κανείς αντιπρόσωπος
2. η αποκλειστική εμπορική εκπροσώπηση ιδρύματος ή οργανισμού που εδρεύει αλλού
3. το σύνολο των αντιπροσώπων στους οποίους ανατέθηκε μία αποστολή.