αντιπροσωπεία

From LSJ

Πάντα ταῦτα ἐπείρασα ἐν τῇ σοφίᾳ: εἶπα Σοφισθήσομαι, καὶ αὐτὴ ἐμακρύνθη ἀπ' ἐμοῦ· κτλ. (Εcclesiastes 7:23f., LXX version) → I tried to give proof in wisdom of all those things; I said, I will be wise, but that wisdom was far from me ...

Source

Greek Monolingual

η
1. το να είναι κανείς αντιπρόσωπος
2. η αποκλειστική εμπορική εκπροσώπηση ιδρύματος ή οργανισμού που εδρεύει αλλού
3. το σύνολο των αντιπροσώπων στους οποίους ανατέθηκε μία αποστολή.