αντιστάθμιση
From LSJ
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
Greek Monolingual
η αντισταθμίζω
εξισορρόπηση βαρών, επίτευξη ισορροπίας.
ἔνθα οὐκ ἔστι πόνος, οὐ λύπη, οὐ στεναγμός, ἀλλὰ ζωὴ ἀτελεύτητος → where there is no pain, no sorrow, no sighing, but life everlasting
η αντισταθμίζω
εξισορρόπηση βαρών, επίτευξη ισορροπίας.